μυροψός

μυροψός
μυροψός, ὁ (ΑΜ, Μ και μυροψιός)
βλ. μυρεψός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”